απλήγιαστος

απλήγιαστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει πληγές από αρρώστια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απλήγιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει πληγές: Το σκυλί δεν είχε μέρος απλήγιαστο· ήταν ζήτημα αν θα ζούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”